- ἀειγένητος
- ἀειγένητοςeternally generatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αειγένητος — ἀειγένητος, ον (AM) 1. αυτός που ανανεώνεται διαρκώς, αδιάκοπα 2. αιώνιος, αθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενητός < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
ἀειγένητοι — ἀειγένητος eternally generated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek